- ξυλοποικιλτική
- η резьба по дереву (декоративная)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυλοποικιλτική — Είναι η εργασία κατά την οποία επικολούνται σε ξύλινη βάση, λεπτές πλάκες από ξύλο, ή από μέταλλο ή άλλη ύλη σε διάφορα χρώματα με τα οποία σχηματίζονται ορισμένα σχέδια. Η ξ. τέχνη εμφανίστηκε πρώτα κατά τον Μεσαίωνα. Αρχικά περιορίζονταν στην… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek